- ιδανικότητα
- ηη ιδιότητα τού ιδανικού, το να είναι κάποιος ή κάτι ιδανικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανικός. Η λ. στον λόγιο τ. ιδανικότης μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδανικότητα — η το να είναι κάτι ιδανικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδανισμός — ο 1. ιδανικότητα. 2. τάση για εξιδανίκευση: Την ποίηση του Σολωμού τη διακρίνει ιδανισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)